- εύρωστος
- -η, -ο (ΑΜ εὔρωστος, -ον)1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος («εὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.)2. αυτός που έχει ψυχικό σθένος («εὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.)νεοελλ.ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + -ρωστος (< ρώννυμι «δυναμώνω»), πρβλ. ά-ρρωστος, ταχύ-ρρωστος].
Dictionary of Greek. 2013.